πολύκληρος

πολύκληρος
πολύ - κληρος: of large estate, wealthy, Od. 14.211†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύκληρος — και δωρ. τ. πολύκλαρος, ον, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο κλήρο, δηλ. μεγάλη καλλιεργήσιμη έκταση 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιος («ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολύκληρων ἀνθρώπων εἵνεκ ἐμῆς ἀρετῆς», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πολυκλήρους — πολύκληρος with a large portion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλήρων — πολύκληρος with a large portion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”